- ξεχώρισμα
- το, -ατοςχώρισμα, διάκριση, επιλογή, διαλογή: Το ξεχώρισμα ανάμεσα στα παιδιά δεν είναι σωστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεχώρισμα — το [ξεχωρίζω] 1. τοποθέτηση σε χωριστή, διαφορετική θέση 2. ιδιαίτερη προτίμηση, διάκριση 3. το να φαίνεται, να διακρίνεται κάτι καθαρά 4. υπεροχή έναντι άλλων … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
επιλογή — η 1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα, ξεχώρισμα (των καλών βέβαια). 2. (βιολ.), η διάθεση και προσπάθεια που υπάρχει στα ζωικά και φυτικά όντα να διατηρούν τους πιο πρόσφορους για τη ζωή τους χαρακτήρες και να αποβάλλουν τους πιο απρόσφορους. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκκριση — η (AM ἔκκρισις) λειτουργία με την οποία τα κύτταρα και ιδίως τα στοιχεία τών αδενικών επιθηλίων παράγουν ουσίες οι οποίες αποχετεύονται με εκφορητικό πόρο σε άλλο όργανο ή προς τα έξω («έξω έκκριση») ή μέσα στο αίμα («έσω έκκριση») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αιριάρης — ο 1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα τού σιταριού από την αίρα 2. ως επίθ. αιριάρης, a, ικο, αυτός που περιέχει αίρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα. ΠΑΡ. αιριαρίζω] … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… … Dictionary of Greek
διάλεγμα — και διάλεμα, το [διαλέγω] επιλογή, διαλογή, ξεχώρισμα … Dictionary of Greek
διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… … Dictionary of Greek
διεκχωριστήριο — το 1. μέσο ή όργανο με το οποίο γίνεται η διεκχώριση 2. κόσκινο με μικρές τρύπες για το ξεχώρισμα τών μικρών κόκκων τής πυρίτιδας … Dictionary of Greek